- σύρμασι
- σύρμαanything trailed: neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
σύρμασι — σύρμα anything trailed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek